Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Λέξεις από την Κρητική διάλεκτο


Η λέξηΣημαίνει
αβαρεσάτεμπελιά, οκνηρία
αβατζέρνωπλεονάζω, περισσεύω
αβιζέρνωεφιστώ τη προσοχή καποιου, ειδοποιώ
αβοθρακόςβάτραχος
αγαλιανάσιγά-σιγά
αγαπητεράμε αγάπη, με στοργή, συμπαθητικά
αγαπητερόςαυτός που με την συμπεριφορά του γίνεται αγαπητός
αγαστεροπιάνωαναπτύσσομαι ομαλά
αγγελοσκιάζομαισκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω προμηνήματα του θανάτου μου
άγγουροςνεαρός, νέος
αγγουροφαίνεταιμου κακοφαίνεται
αγγριγιεύωγίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω
αγιάερτοςαγύριστος, δεν έχει γυρίσει ακόμα
αγιάζωκαλημερίζω
αγίδασυμπαράσταση, ενίσχυση
αγκαλέαγκαλιά
αγκαλιδέότι χωράει μια αγκαλιά
αγκανάδοςαγανακτισμένος, οργισμένος, άκεφος
αγκανάρησηαγανάκτηση, εξόργιση
αγκανίζωγκαρίζω, φωνάζω δυνατά
αγκίνιαστοςάθικτος, αχρησιμοποίητος
αγοϊζωπαρεκτρέπομαι, οργιάζω
αγριμοπόδαροςαυτός μου έχει πόδια γρήγορα και δυνατά όπως το αγρίμι
αγριοξανοίγωαγριοκοιτάζω
αγρουλιάη άγρια ελιά που δεν έχει εμβολιασθεί
αδέλοιποςαποδέλοιπος, υπόλοιπος
αδιαρίζομαισπεύδω , επείγομαι
αδιάρμιστοςακατάστατος , αταχτοποίητος
αδιαφόρετοςο μάταιος , ο ανωφελής
αδικοθανατίζωβρίσκω κακό και άδικο θάνατο
αδόδιαδόντια
αδυναμίζωχάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι σωματικά
αελιάαγελάδα
αερινίζειαρχίζει να πνέει δροσερός αέρας
αζατοχάρτιαποφυλακιστήριο
άζουδοςάτυχος, κακότυχος
αθάληθερμή στάχτη
άθαφοςάταφος
αθιβολήκουβέντα, συζήτηση
αθόςανθός
άθοςστάχτη
αθρακοβόληστάχτη με αναμμένα κάρβουνα
αίγαη γίδα
αϊπλίκιελλάτωμα , κουσούρι
ακούωμτφ. μυρίζω
ακρημιάακρινή
αλάργομακρυά (από κάτι - κάποιον)
αλαργοξορίζωστέλνω πολύ μακρυά, στην ξενιτιά
αματέματιά
αμοναχόςμόνος
αναλέγωμαζεύω
αναμαζώνομαιησυχάζω, ηρεμώ, γυρίζω στα παλιά
αναστορούμαιθυμάμαι
ανεργιάζωκαταλαβαίνω, το παίρνω χαμπάρι
ανιμένωπεριμένω
ανυφαντικόυφαντό
αξογύρουστο κατόπι-παίρνω κάποιον απο πίσω
απείςαφού
απλάτανοςο πλάτανος
απλωτόςαπλώστρα
αποδιαφωτάξημερώνει
αποκαμαρώνωκαμαρώνω
απύριθειάφι
άρκαλοςασβός
αρμηνεύωλέω, στέλνω μήνυμα
ασάλευτοςακίνητος , ακούνητος
ασίςεπαναστάτης - ανυπότακτος - χαϊνης
ασκιανόςίσκιος
ασλάνηςανδρείος - επαναστάτης
ασπάλαθοςαγκαθωτό φυτό που υπάρχει στην Κρήτη
αστιβίδαθάμνος
αφουγκράζομαιακούω
αχόςθόρυβος
βαβαλίζωπεριποιούμαι ιδαιαιτέρως - φροντίζω
βάρηκεχτύπησε
βαροπρουκισμένηνύφη με ιδιαίτερα μεγάλη προίκα
βαταλαλώθορυβώ άσκοπα σε χαμηλό τόνο
βιόλαχρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κόκκινα λουλούδια (παπαρούνα - γαρύφαλλο)
βοργίζειτο κτυπάει ο βοριάς
βουτσέςοι ακαθαρσίες των βοδιών
βρίνωβρίσκω
γαμπάςκαπότο
γειαίνω ή γιάνωβρίσκω την υγεία μου
γιαγιέρνωεπιστρέφω
γιάνταγιατί
γιδάρηςβοσκός σε γίδες
γλακώτρέχω
γλεντοκόπισματο έντονο (δυνατό - άγριο) γλέντι
γομάριφορτίο
γράδεςοι γριές
γρεη γριά
γρόθοςη γροθιά, μτφ. (βρισιά) αυτός που είναι για γροθιές, ο βλάκας
γροικώνιώθω, δίνω προσοχή, ακούω
γύρενεγυρεύουνε
γυρογιάλιη ακρογιαλιά
γυρού γυρούκυκλική συναγωγή
δάμακαςο μικρός γκρεμός σε σχετικά ομαλά εδάφη
δείλιτο δειλινό
δεμαθιάδεμάτι
διάβαπέρασμα
διακονιάρηςζητιάνος
διαρμίζομαικαθαρίζω, τακτοποιώ
δίφοροςαυτός που καρπίζει δύο φορές το χρόνο
δρασκελίζωπερπατάω με μεγάλο βήμα
δρόσειδροσερεύσει
εκειαμέόχι δα
έκειεεκεί
εκουζουλάθηκατρελάθηκα
εντάκαραάρχισα
εντεψίζικοπονηρό - σόκιν
έξεέξι
επαέεδώ
επόχτισατελείωσα το χτίσιμο
ερέχτηκαθαύμασα
εσάσαμεεφτιάξαμε
έτζοινάτες
ετουλόγου σουεσύ
ετουτανάαυτά
ετσάέτσι
έτσαναιέτσι είναι
ζα(ωζα)τα ζώα
ζάλαβήματα
ζόρεςζόρισμα, κίνδυνος
ήφυγεέφυγε
θαρμίζωματιάζω
θαρμόςβασκανία, μάτιασμα
θαρρεύγομαιεμπιστεύομαι
θέτωξαπλώνω
θρινάκιτο κοσκίνισμα των σταχυών στο αλώνι
θωρώβλέπω
ιδώδω - βλέπω
ιμανσίζηςάθρησκος
ίντατί (χρησιμοποιείται για ερώτηση)
καβαλίνακοπριά
καβρόςο κάβουρας
και τεκι έπειτα
κακουδέρικοισχνό
καλλιάκαλύτερα
καμπαθούρααπάνεμο κοίλωμα του εδάφους
κατακεφαλίδιδυνατή ξυλιά στο κεφάλι
κατέ(χ)ωξέρω, γνωρίζω
κάτηςο γάτος
κατούνασπίτι βοσκού στο βουνό (λέγεται και κονάκι)
κατσά-κατσάκρυφά
κατσουκανιάαταξία, απάτη
κατσούλαη γάτα
καψάλι(γίνομαι καψάλι) καίγομαι
καψώνομαιξεσταίνομαι
κειοσάςεκείνος
κίντακαι τι
κιντίαπογεματινό κολατσιό
κλησίδιμικρό εκκλησάκι
κλουθώακολουθώ
κοκλιομπάντουροτο όστρακο του σαλιγκαριού
κονάκισπίτι βοσκού στο βουνό (λέγεται και κατούνα)
κοντόπερίπου
κοντόάραγε
κόπιασεπρόσκληση στο σπίτι
κουζουλάδατρέλλα, χαζομάρα
κουζουλόςτρελλός
κουκουβίζωκάθομαι με διπλωμένα πόδια
κουλαντρίζωκαταφέρνω κάτι, τα βγάζω πέρα
κούμοςμικρό κτίσμα στο βουνο που χρησιμοποιεί ο βοσκός για να βάλει 1-2 ζώα
κουτέντακαλοπιάσματα
κοχλιός ή χοχλιόςσαλιγκάρι
κριγιόςκριός αλλά και κρύος
(να) κρεπάρεινα εκραγεί
κρούβγωπνίγω
κρούταλοπαλαμάκι
κρυγιόςτο κριάρι
κρυγιότιτο κρύο, κρύος καιρός (κάνει κρύο)
κωλόπαναμωρουδιακά ρουχαλάκια
λαγάραη μεγάλη σπανή περιοχή
λαγκουφάκιαλαγκαδάκια
λάτρακαθαριότητα, δουλειές του σπιτιού
λιοπύριημέρα με πολύ μεγάλη θερμοκρασία
λιόχεντραοχιά
λογάμαιπερνιέμαι, περνάω για...
λογοσέρνωφιλονικώ
λούσαπολυτελή ρούχα και κοσμήματα
μαθιάματιά
μαϊνάρωησυχάζω, κοπάζω, γαληνεύω
μαλάθρακαςμεγάλο σπυρί
μάλαμαχρυσός
μάνι-μάνιγρήγορα
μαρακλήςαυτός που έχει μεράκι(α) - αυτός που γλεντάει χωρίς να παρεκτρέπεται
μεϊντάνιπλατεία,αγορά
μελίτακαςμυρμήγκι
μενεβίχιτο χρώμα του λιβανιού
μεσόκαιναςμεσοστρατίς
μερακλίκιτο μεράκι η αγάπη για αυτό που κάνω
μεσοδόκιχοντρός κορμός που στήριζε στέγες ή οντάδες
μιαολιάλίγο
μικιόςμικρός
μισέυγωφεύγω
μιτάτοκτίσμα στο οποίο γίνονται τυροκομικές εργασίες
μολαρητόςελεύθερος, αυτός που δεν είναι δεμένος
μολάρωαφήνω
μονιάζωσυγκεντρώνω
μονομερίζωενώνω
μονοπαντώσυγκεντρώνω σε ένα μέρος
μοσκούλακατσίκα χωρίς κέρατα
μουζούριπαλιά Κρητική μονάδα μέτρησης (1 μουζούρι ήταν περίπου 5 οκάδες)
μουσταράμαστάρι
μουχλιάζειβραδυάζει
μπαλω(θ-τ)ιάπυροβολισμός
μπάνταπλευρά, περιοχή
μπαντούρακαπάκι όστρακου
μπαξέςπεριβόλι, κήπος
μπέργιευλοαυλή
μπέτης ή πέτηςτο στήθος
μπλιόπλέον
μπούκαστόμα
μπουνταλάςβλάκας, χαζός
μπουργιά έχωέχω τα νεύρα μου
μπουρμάςο εξωμότης
ναμουσούζηςανυπόληπτος - άτιμος
νέικηνέα
νέφαλοσύννεφο
νογώσκέφτομαι
νοτουλάκινοτιάς
νταγιαντώαντέχω
ντακάρωξεκινώ
ντάκοςπαξιμάδι
ντελόγοαμέσως
ντελμπισάαπατεωνιά
ντόδιαδόντια
ντουνιάςο κόσμος, ο λαός
ντουσουντίζωσκέφτομαι
ξα σουεσύ ότι πεις
ξαμώνωσκοπεύω (σημαδεύω)
ξανοίγωκοιτάζω, θωρώ
ξεγιαλίζωανοίγομαι στο πέλαγος
ξεκορφίζωβγαίνω στην κορυφή ενός υψώματος
ξεπατώνομαιξεριζώνομαι
ξυφαίνωυφαίνω
ξωμένωδιανυκτερεύω
ο(υ)λιάστιγμή, μικρό κομμάτι
οματέφαγητό, από εντόσθια χοιρινά, γεμιστά με ρύζι και μυρωδικά
ομπρουλιάσύντομη βροχούλα
όντεόταν
όξωέξω, εκτός
όρθαη κότα
όσαμεμέχρι
οστοσανάτόσα
οφτόψητό
οψάργαςεχθές το βράδυ
οψές εχθέςεχθές
οψές ταχιάεχθές το πρωί
παέ-πέραεδώ πέα
παιχνιδαμάτηςαυτός που κάνει παιχνίδια με τα μάτια του
παντέρμοςπαντέρημος
παντίδει(δεν παντίδει) δεν έρχεται, δεν είναι εύκολο
παπούλεςόσπρια
παραμερώβάζω παράμερα, παραμερίζω
παστάβιτόπι ύφασμα
πατούλιαομάδα
πενιέταιπενεύεται
περαματίζωόρος της υφαντικής
πλοκιόιστορία
ποβγάνωβγάζω έξω, ξεπροβοδίζω
ποδίδωκαταντώ
ποκρεμούμαιαποκρεμιέμαι
πορευτήςαυτός που περνάει περαστικός
πορίζωπερνάω, βγαίνω έξω, φεύγω
πορπατώπερπατώ
πούλαροςπουλάρι
πράματίποτα
πρεπίζωταιριάζω, το φέρνω στα μέτρα μου
πριχούπριν, προτού
προβατάρηςβοσκός σε πρόβατα
πυρώνωζεσταίνω
ριζιμιόριζωμένο (π.χ. ριζιμιό χαράκι - ριζωμένος βράχος)
ρόβιόσπριο που η χρησιμοποιούταν για τροφή σε βόδια
ροδονίζωγνωρίζω
ροζωνάρωκουβεντιάζω
σάζωφτιάχνω
σαμιασημάδι που κάνω για να χαρακτηρίσω ενα ζώο
σαμώνωη εργασία που κάνω για τη σαμιά
σανίδιμια σειρά αυλάκια στο περιβόλι
σάχνωφτιάχνω
σεβντάςερωτικός καϋμός
σειρώνωσουρώνω υγρά
σεφέριχρονική φάση - εποχή
σιγούρλιοπαρηγοριά
σιμώνωπλησιάζω
σκάραγυπαετός
σκλόπακουκουβάγια
σκρόφαγουρούνα
στένωστέκομαι
στιβάνιαμπότες
συβάζομαιπείθομαι
σφακολούλουδοο ανθός της πικροδάφνης
σφαλίζωκλειδώνω, ασφαλίζω
σώπατοπεδιάδα
σωργιάο σωρός
ταβλίτάβλα, κομμάτι ξύλου
ταγίη βρώμη
ταλίμιφιγούρα
τάξε λωσάμπως
ταχινήτο πρωί
τερτίπικαμωματιά, κόλπο
τζαναμπέτηςο καταφερτζής
τουτουνέαυτό
τουτοσέςαυτός, ετούτος
τσάχαλοςθόρυβος πολύ ασθενής
τσέτεςάτακτοι
τσιγκλώπειράζω, ενοχλώ
τσιλιόευκοιλία
τσινιάκλωτσιά
τσίπαμεμβράνη που σχηματίζει το φρέσκο γάλα στην επιφάνειά του
φαίνωυφαίνω
φανταξόφάντασμα
φέγγοςλάμψη, φωτισμός
φιλεύωκερνάω
φιλιάφιλία
φιλιότσα(-ος)το βαπτιστίρι
φιντάνιβλαστάρι
φλέμοναςπνεύμονας
φορούμαιθεωρώ
φτάζωφτάνω
φωλεύγωκάνω φωλιά
χάβδαλοτο τελείως ξερό σέλινο
χαβεσιλίκιπόθος επιθυμία , πάθος
χαβρίζωφωνάζω πολύ δυνατά
χάζιδιασκέδαση (από θέαμα ή πράξη)
χαζιρεύγωετοιμάζω
χαζίρικαέτοιμα
χαϊλάληςανισσόροπος , φαντασιόπληκτος
χαϊνηςαντάρτης
χαιράμενοςχαρούμενος
χαιτζώνωπροβάλλω αντίσταση , αγριεύω
χάκι (το)το μερίδιο κάποιου
χάλαβροχάλασμα
χαλακατέβαςαδέξιος , ανεπιτείδιος
χαλασές (ο)τόπος με χαλάσματα
χαλέπαπεριοχή με πετρώδες και ίσιο έδαφος
χαλίσικοςγνήσιος , άδολος , ανόθευτος
χάμαικάτω, καταγής
χαντώνομίζω , πιστεύω
χαραέτιμεγάλη δίψα
χαράκιμεγάλη πέτρα, ριζωμένος βράχος
χαραμπάτηςσπάταλος
χαρκιάςσιδηρουργός
χαρκιδειόσιδηρουργείο
χαροκοπώγλεντώ διακεδάζω
χαρχαλεύωανακατώνω διάφορα πράγματα
χαχαλιάχούφτα
χαχαλόβεργαδιχαλόβεργα
χάψιφυλακή
χεϊτάνηςδιάβολος
χούγιαιδιοτροπίες
χούισυνήθεια
χουμά κουτάλιάνω - κάτω
χούμελιγλυκό υγρό που έβγαινει από το βράσιμο της κερήθρας
χουρχούδαμαγκούρα , ρόπαλο
χουφθιάχούφτα
χοχλιομπάντουροτο όστρακο του σαλιγκαριού
χοχλίος ή κοχλίοςσαλιγκάρι
χτήμακτήμα
χυνοβολώορμώ
χυταρίζωκατηφορίζω
χώνωκρύβω
χωσμένοςκρυμμένος
ψαθούριχαμόστρωμα
ψακωντέη γεύση του πικρού , η πικράδα
ψαλάσσωτσιμπολογώ
ψαλιμουδίζωσιγομουρμουρίζω
ψαργάδινοςχθεσινοβράδυνος
ψαρογάροισαρδέλες παστές
ψεγαδιάστραη κουτσομπόλα γυναίκα
ψέγοςψεγάδι , ελλάτωμα , ατέλεια
ψεσινόςχθεσινός
ψήμαψήσιμο
ψηφίεκτίμηση
ψιακώνωδηλητιριάζω
ψίκιακολουθία , πομπή
ψιμάρνιόψιμο αρνί
ψιμιδευτόςστολισμένος
ψιμοκαιριάζωαδυνατίζω
ψιμύθιαστολίδια σε κέντημα ή υφαντό
ψιχαλίδαψιλή βροχή , ψιχάλα
ψόμαψέμα
ψόμματαψέμματα
ψομματάρηςμεγάλος ψεύτης
ψύγομαιμαραίνομαι
ψυχνιάζειαρχίζει να πέφτει κρύο
ψυχνιόςψυχρός




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΛΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΚΤΑ!!